-
1 ἐπίδομα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίδομα
-
2 επίδομα
τό1) прибавка, надбавка (к зарплате); 2) пособие;ανεργίας — пособие по безработице -
3 επίδομα
[эпидома] ουσ ο пособие. -
4 ἐπίδομα
ἐπί-δομα, τό, Zugabe, Beisteuer -
5 επίδομα
allocation -
6 επίδομα
1) dodatek (m) rzecz.2) zasiłek (m) rzecz. -
7 επίδομα
1) podpora2) povolení3) přídavek4) příspěvek5) udělení -
8 επίδομα
1) allowance2) benefit3) bounty4) grantΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > επίδομα
-
9 allocation
επίδομα -
10 udělení
επίδομα -
11 премия
премия ж 1) (награда) το βραβείο· Ленинская премия Βραβείο Λένιν присудить \премияю βραβεύω, απονέμω βραβείο 2) (надбавка) το επιχορήγημα, το επίδομα* * *ж1) ( награда) το βραβείοприсуди́ть пре́мию — βραβεύω, απονέμω βραβείο
2) ( надбавка) το επιχορήγημα, το επίδομα -
12 ἐπι-δόσιμος
ἐπι-δόσιμος, was man als Geschenk freiwillig beisteuert, Ath. IV, 141 b; vgl. bes. Alexis VIII, 364 f. wo ἐπιδόσιμα δεῖπνα, zu denen man freiwillig Etwas hergiebt, vgl. ἐπίδομα.
-
13 дотация
η επιχορήγηση, η επιδότηση, το επίδομα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дотация
-
14 надбавка
1. (увеличение, добавление) η ανοχήτο συμπλήρωμα2. (к денежному содержанию) το επίδομα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > надбавка
-
15 пособие
1. (деньги, даваемые в помощь кому-л) η βοήθεια, το βοήθημα, το επίδομα, η επιδότηση, η αρωγή 2. (учебная книга, прибор, которыми пользуются при обучении чему-л.) το εγχειρίδιο, το διδακτικό βοήθημα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пособие
-
16 субвенция
(вид государственного финансового пособия) η χορήγηση, η χορηγία, το επίδομα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > субвенция
-
17 дотация
дотацияж τό ἐπίδομα, ἡ ἐπιχορήγηση[-ις]. -
18 единовременный
единовременныйприл ἐφάπαξ:\единовременныйое пособие τό ἐφάπαξ ἐπίδομα. -
19 пособие
пособи||ес1. τό ἐπίδομα, ἡ ἐπιχορτΗ γηση [-ις], τό βοήθημα·2. (учебное) тб? ἐγχειρίδιο[ν], τό βοήθημα:наглядные \пособиеψ τά ἐποπτικά μέσα -
20 επιδομάτων
См. также в других словарях:
επίδομα — το (Α ἐπίδομα) [επιδίδωμι] νεοελλ. 1. πρόσθετη επιχορήγηση που παρέχεται σε εργαζομένους σε ορισμένες περιπτώσεις («επίδομα ανεργίας, τοκετού, αεροθεραπείας» κ.λπ.) 2. έκτακτο χρηματικό βοήθημα αρχ. 1. προσθήκη 2. συνεισφορά, έρανος … Dictionary of Greek
επίδομα — το, ατος 1. ό,τι δίνεται επιπλέον, πρόσθετη αμοιβή σε τακτική μισθοδοσία, επιχορήγημα: Καταργούνται τα επιδόματα των υπαλλήλων. 2. έκτακτο χρηματικό βοήθημα: Επίδομα πλημμυροπαθών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιδομάτων — ἐπίδομα contribution neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλάριον — τὸ, Α μισθός, επίδομα ή σύνταξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. salarium «επίδομα που δινόταν σε στρατιώτες για αλάτι, μισθός» (< sal, salis «αλάτι»)] … Dictionary of Greek
σιτηρέσιο — το / σιτηρέσιον, ΝΜΑ νεοελλ. η ποσότητα τροφής που παρέχεται σε στρατιώτη για μια μέρα μσν. ετήσια παροχή, δωρεά προς την Εκκλησία για την επιτέλεση τού φιλανθρωπικού της έργου μσν. αρχ. 1. ο μισθός ή το επίδομα που δίνεται σε κάποιον, κυρίως σε… … Dictionary of Greek
Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
επίδοση — η (AM ἐπίδοσις) [ἐπιδίδωμι] 1. αύξηση, πρόοδος, προκοπή 2. αφοσίωση, προσήλωση («τοῖς μὲν οὖν ἀρχαίοις... πολλὴ ἐπίδοσις ἦν αὐτοῦ») 3. παράδοση ενός πράγματος (ιδίως εγγράφου) στα χέρια κάποιου 4. αθλητική επιτυχία (ή βαθμολογική επιτυχία σε… … Dictionary of Greek
επιφορά — η (AM ἐπιφορά) [επιφέρω] νεοελλ. (λογ.) συμπέρασμα συλλογισμού μσν. (για όρκο) επιβολή αρχ. 1. προσθήκη στον μισθό κάποιου, επίδομα («τῶν δέ τριηράρχων ἐπιφοράς τε πρὸς τῷ ἐκ δημοσίου μισθῷ διδόντων τοῑς θρανίταις τῶν ναυτῶν», Θουκ.) 2. μεταφορά… … Dictionary of Greek
λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία … Dictionary of Greek
οψώνιο — το (ΑΜ ὀψώνιον) αγορά και προμήθεια τροφίμων, ψώνιο («ᾔτησεν εἰς ὀψώνιον τριώβολον», Θουκ.) αρχ. 1. μισθός που παρέχεται στους στρατιώτες και τους αξιωματικούς προκειμένου να προμηθευθούν τα αναγκαία τρόφιμα 2. χρηματική αμοιβή φύλακα («ὀψώνιον… … Dictionary of Greek